Παρασκευή 9 Ιουλίου 2010

Πιο πόσιμη από ποτέ. Με ένα καλαμάκι! (η θάλασσα)



Πέφτει και το τελευταίο χάμω.
προκαλεί, συνεχίζει, μικραίνει.
Ανασυγκροτεί κάθε διαφορά μας,
μιλάει για όνειρα, αγάπες.
Λεύκες.

Δελφίνια γύρω μου.
σε κάθε χαμόγελο, σε κάθε βροχή.
Σε κύκλο. έτοιμα να σφυρίξουν
του τίτλους τέλους.
Η γραμμή.

Ενθουσιάζεσαι και κοιτάς.
Αήττητος. Κομμένος στα τρία.
Πλευρικός προσανατολισμός.
Για την καρδιά.

Ίσα κι όμοια.. σιγή-κραυγή-αέρας!
Στέκομαι με δυνατή οσμή.
όσφρηση δεν έχω. Γεύση να λιγοστεύει.
Κι όμως μέρες μένουν.
Έφτασε.

Χωρίς καμία κλάση της πρωινής ομίχλης.
μεταξύ Μέρους και Ακτής.
άρνηση για νάρκη και στοργή.
Εδώ όλα να παίζουν ταμπλό!
Διπλό.

Πλακώνεις εμένα σε μολυβιές.
Ζητάω από δίπλα την μάτια σου.
Να είναι μισή και όχι δοτική.
Θέλω να με κλείσεις κάπου.
Παράπονα. Χέρια.

Χωριστά και μαζί,
στο ίδιο σπίτι μένουν.
συνέχεια να γλεντούν.
Συνέχεια να γέρνουν!
Μπόρες.

Έρωτας βαρύς.
Αλλιώτικα με νύχτες.
Κάνε με φορά.
Να τρέχω. Να πέφτω.
Αν ήξερες.

Και τώρα τι. Πολύ.
ζήτημα αν είδες.
απορία αν άκουσες.
Έκρυψες.
Χάος.





Δακρύζω και νιώθω ανάγκη για περισσότερο χαμόγελο. Να κλάψω. Με λυγμό. Το χαμόγελο φυτρώνει ταυτόχρονα και γεννιέται το γεννήθηκα. Το κράτημα αυτό..

Που μας πάει;

Γιατί το κουπί σπάει;

Κι η θάλασσα....

γιατί δεν κυλάει;






(στο εδώ μου. στο εκεί σου. στο πιο πέρα μας.)

Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010

Περπατάς εις το δάσος εσύ;



Εδώ είναι η εκδήλωση διαμαρτυρίας της μικτής ψυχής μου. Η θα μιλήσουμε λοιπόν ή δεν θα γίνει. Διαλέγεις και παίρνεις.
Εισάγω την πρώτη σκέψη και αποστομώνω κάθε τι λίγο μπροστά στο βάρος της συνείδησής μου.

Εγωισμός είναι ένα είδος όπλου που έχει δυο κάνες και μια σκανδάλη. Εκείνος που πάτησε τη σκανδάλη δε γνωρίζει ακριβώς την κατεύθυνση που θα πετάξει η σφαίρα, θα καρφωθεί στο «θύμα» ή θα μπήγει τον «κυνηγό»;

Ευτυχώς υπάρχει όμως κι εκείνος και ανήκεις κάπου. Η μεγαλύτερη προσβολή για το δικό σου "εγώ" είναι και η μοναδική -μέχρι τώρα- θαμπάδα του σκοταδιού σου. Μην ελπίζεις. Δεν μιλάω για φως. Μόνο για κάτι θολό, άρα ανύπαρκτο. Μεμβράνη. Ξεθωριασμένα.

Μεμπτό φινάλε. Ουρλιαχτά που -αν μη τι άλλο- κοροϊδεύουν τις πλευρές σου. Η κάθε μία μολυσμένη, αφυδατωμένη. Για λόγους που ποτέ, κανείς δεν θα μάθει. Ανήμερα θεριά που αντί να σε τρώνε σου δίνουν κίνητρο να συνεχίζεις το παιχνίδι με τα πλήκτρα. Εκείνα του σώματος σου. Χάνεσαι και επανέρχεσαι μόνο και μόνο για την ταμπέλα που κοιτάζει προς το δόξα πατρί και πάνω γράφει "σιγουριά".

Δεν υπάρχω για να σε αφήνω στην μοίρα σου αλλά για να σε χρωματίζω. Να νιώσεις επιτέλους την αίσθηση του ονείρου. Για λίγο. Να ξεφύγεις από το στιλπνό ύφασμα και την μυρωδιά του. Το ύφασμα που κέντησες μέρα με τη μέρα. Πληγή-πληγή.

Ρημαδιό σαν να λέω αγάπη ένα πράγμα, σφίγγεσαι.

Άγχος για το πρώτο ταξίδι. Επιβιβάζεσαι(υποβιβάζεσαι). Δεν ανέχεσαι το φως. Θες ξανά πίσω κι εγώ να μην σου δίνω σημασία. Οι άλλοι απλά να μεταλάβουν. Τι; Τα νερά που φυλακίζουν την λήθη σου. Το σπέρμα αυτό είναι νεκρό. Μόλις το δοκιμάσει κανείς χάνει το συναίσθημα. Είναι νεκρό. Έχει μέσα κρίσεις, μαύρες ανάσες, πλοκάμια & δάση απερπάτητα.


Στάση για νερό στην κυριολεξία. Κι εκεί... ακόμα κι εκεί μετά από τόσο δρόμο ζητάς επιστροφή. Δεν με αντέχεις και πνίγεσαι μέσα στην αλήθεια που χαράζει η ευθεία μου. Η μια και μοναδική ματιά που σου 'ριξα. Εν τέλει πως ορίζεις την ρηχότητα και πώς το μέγα βάθος;

Αοριστία. Και παρασύρεσαι. Τόσο πολύ.

Με ρωτάς από τι.

Από μια αμφιβολία. Από αυτό. Το δέχεσαι η να σου πω πάλι ψέμματα για να χαμογελάσεις;





Θα κοιμηθώ δεν έχει παλμό αυτό που κάνω τώρα. Εξού και το μεγάλο κενό.

Περίμενε!
Έχω να σου επισημάνω μια ανταμοιβή.
Στην χαρίζω.

(Κοιμήσου κι εσύ με ερμαφρόδιτες χροιές.)

Tabula rasa.
εσύ. το χθες.